- Μάουρερ, Γκεόργκ Λούντβιχ φον
- (Georg Ludwig von Maurer, Ερπολτσχάιμ 1790 – Μόναχο 1872). Γερμανός πολιτικός, ιστορικός και νομομαθής. Σπούδασε στην Χαϊδελβέργη και το 1812 μετακόμισε στο Παρίσι, όπου επιδόθηκε σε συστηματική μελέτη των αρχαίων νομικών θεσμών των Γερμανών. Με την επιστροφή του στην Γερμανία το 1814, σταδιοδρόμησε στην αρχή ως εισαγγελέας και εφέτης στη Βαυαρία. Το 1826, μετά την έκδοση του έργου Ιστορία της αρχαίας γερμανικής και ιδίως βαυαρικής προφορικής διαδικασίας (1824), το οποίο κέρδισε το πρώτο βραβείο της Ακαδημίας του Μονάχου, διορίστηκε καθηγητής του γερμανικού και γαλλικού δικαίου στο Μόναχο. Το 1829 επέστρεψε στον κρατικό τομέα με σημαντική θέση. Το 1832, μετά την επιλογή του Όθωνα για τον θρόνο της Ελλάδας, ο Μάουρερ επελέγη μέλος της Αντιβασιλείας. Δραστηριοποιήθηκε ενεργά στην εγκαθίδρυση θεσμών προσαρμοσμένων σε μία σύγχρονη κοινωνία, αλλά οι δυσκολίες που απέρρεαν από το συγκεκριμένο έργο και οι διαφωνίες με τον πρόεδρο της Αντιβασιλείας Άρμανσμπεργκ οδήγησαν στην ανάκλησή του στο Μόναχο το 1834, παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για το πλέον φιλελεύθερο μέλος της Αντιβασιλείας. Το 1847 εξελέγη ανώτατος υπουργός της Βαυαρίας και επικεφαλής του τομέα εξωτερικών και δικαιοσύνης, αλλά απομακρύνθηκε από την θέση του το ίδιο έτος. Επέστρεψε στην Ελλάδα δύο φορές για μικρό χρονικό διάστημα (1854, 1858) και τιμήθηκε από το ελληνικό κράτος. Στο σύντομο χρονικό διάστημα της θητείας του, ο Μ. επιτέλεσε αξιόλογο νομοθετικό έργο. Συνέταξε τον ελληνικό Ποινικό Νόμο με βάση τον βαυαρικό ποινικό κώδικα του Φόιερμπαχ, έργο που επέζησε έως το 1950 παρά τις αναπόφευκτες μεταβολές που επέβαλε η πάροδος του χρόνου. Σε συνεργασία με Έλληνες νομομαθείς, όπως ο Πολυζωίδης και ο Σχινάς, υπήρξε συντάκτης της Πολιτικής Δικονομίας με βάση την αντίστοιχη γαλλική, έργο που επίσης επέζησε μέχρι πρόσφατα. Η προσφυγή του Μ. στα ξένα πρότυπα ερμηνεύτηκε είτε ως προσπάθεια να προικίσει το νεοσύστατο ελληνικό κράτος με σύγχρονους νομικούς θεσμούς είτε ως δογματική προσήλωση στον νομικό θετικισμό. Άλλη ερμηνεία, αντίθετα, θεωρεί τον Μ. οπαδό της ιστορικής σχολής του Δικαίου και του αποδίδει μάλιστα τη μερική αναγνώριση του εθίμου ως πηγής του δικαίου που περιέχεται στο διάταγμα που εκδόθηκε μετά την αποχώρησή του από την Ελλάδα στις 23 Φεβρουαρίου 1835. Είναι πάντως γεγονός ότι ενδιαφέρθηκε προσωπικά για την ιστορική εξέλιξη των ελληνικών θεσμών, όπως το αποδεικνύει το έργο Ο ελληνικός λαός από την άποψη του δημοσίου, του εκκλησιαστικού και του ιδιωτικού δικαίου πριν και μετά τον Αγώνα της Απελευθέρωσης μέχρι της 31 Ιουλίου 1834, το οποίο και δημοσίευσε στα γερμανικά το 1835-1836. Εξίσου έντονη υπήρξε η απασχόληση του Μ. με την πρακτική εφαρμογή των νομικών θεσμών και ιδιαίτερα των δικαστηρίων, τα οποία άρχισαν να επανιδρύονται ύστερα από την ολική τους κατάργηση μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια. Κάτω από την καθοδήγηση του Μ. δημοσιεύθηκε το 1834 το διάταγμα περί δημοτικής εκπαίδευσης και άρχισαν να ιδρύονται γυμνάσια και ελληνικά σχολεία. Τέλος, στον Μ. οφείλονται σημαντικά νομοθετικά κείμενα περί της οργάνωσης της Εκκλησίας, ιδιαίτερα το διάταγμα της 20ής Νοεμβρίου 1833 περί διαίρεσης του κράτους σε επισκοπές. Στον καθαρά επιστημονικό τομέα, το έργο του Μ. αναφέρεται κυρίως σε θέματα ιστορίας των θεσμών. Άλλο σημαντικό έργο του Μ. υπήρξε το δωδεκάτομο σύγγραμμα που αφιέρωσε το 1854-69 στην ιστορία των κοινοτήτων στις γερμανικές χώρες (Einleitung zur Geschichte der Mark-Hof-Dorf- und Stadtsverfassung, 1854· Geschichte der Markverfassung in Deutschland, 1856· Geschichte der Fronhφfe, Bauernhφfe etc.,1862-63· Geschichte der Dorfverfassung, 1865-66· Geschichte der Stδdteverfassung, 1869-71). Επίσης, το 1839, ο Μ. είχε επιμεληθεί την έκδοση του ιστορικού νομικού κειμένου Stadt-und Landrechtsbuch Ruprechts von Freysing.
Dictionary of Greek. 2013.